Αρχικά να τονίσουμε ότι δεν πρέπει να συνδέουμε τη γοητεία των παιδιών με την παιδική σεξουαλικότητα. Η έννοια της παιδικής σεξουαλικότητας αποδίδεται αρχικά στoν Freud ο οποίος έχει περιγράψει στην θεωρία του τα διάφορα στάδια της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης. Η σεξουαλικότητα αποτελεί θεμελιώδες συστατικό της ψυχικής ζωής. Ωστόσο η παιδική σεξουαλικότητα δεν μπορεί να γίνει κατανοητή με όρους της ενήλικης σεξουαλικότητας. Στα παιδιά είναι μια φυσιολογική δραστηριότητα από την αρχή της ζωής που έχει να κάνει με την ευχαρίστηση, την επιθυμία εξερεύνησης και τη χαρά της ζωής.
Σε κάθε φάση της ανάπτυξής τους από τη βρεφική, την νηπιακή, την προσχολική και σχολική ηλικία τα παιδιά εκδηλώνουν διάφορες δραστηριότητες ευχαρίστησης οι οποίες είναι φυσιολογικές και τα βοηθούν να αναπτυχθούν ψυχικά και να μεγαλώσουν. Μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα την έννοια της παιδικής σεξουαλικότητας με όρους επιθυμίας, ευχαρίστησης και ενόρμησης ζωής.
Την επιθυμία να ανακαλύπτουν το σώμα τους, να ανακουφίζονται σε μια δυσάρεστη στιγμή (για παράδειγμα όταν τα βρέφη πιπιλίζουν το δάχτυλό τους). Στα πλαίσια αυτά μπορούν να γίνουν κατανοητές και οι φυσιολογικές εκδηλώσεις του παιδικού αυνανισμού. Με τον τρόπο αυτό τα παιδιά καταλαβαίνουν κάτι περισσότερο για τον εαυτό τους και τον κόσμο που τα περιβάλλει.
Όλες αυτές οι δραστηριότητες εξερεύνησης, ευχαρίστησης και ανακούφισης ή κατευνασμού είναι πολύτιμες για την ψυχοσυναισθηματική εξέλιξη των παιδιών. Είναι λοιπόν σημαντικό να μπορούν οι γονείς να αναγνωρίζουν αυτές τις φυσιολογικές συνιστώσες της ανάπτυξης του παιδιού. Συνήθως οι μητέρες ή τα βασικά πρόσωπα φροντίδας των μικρών παιδιών μπορούν να συμβάλλουν με την ψύχραιμη και την «παιχνιδιάρικη» στάση τους στην ανάδειξη των δυνατοτήτων τους.
Όταν οι γονείς δεν ανακόπτουν αυτές τις «αυθόρμητες» εκδηλώσεις των παιδιών, δεν απαξιώνουν ή χαρακτηρίζουν υποτιμητικά ή προσβλητικά τις συμπεριφορές αυτό-ερωτικού τύπου των παιδιών, τότε δημιουργούν ένα περιβάλλον ελεύθερης έκφρασης των παιδιών που εμπεριέχει αυτές τις πρώτες εμπειρίες ευχαρίστησης.
Η έννοια της γοητείας στα παιδιά είναι πολύ διαφορετική από εκείνη που χρησιμοποιούμε για να χαρακτηρίσουμε τους ενήλικες. Όλα τα παιδιά είναι γοητευτικά με τον τρόπο τους και είναι σημαντικό οι ενήλικες να το γνωρίζουν αυτό. Επίσης τα γοητευτικά παιδιά δεν γίνονται απαραίτητα και γοητευτικοί ενήλικες. Η ανάπτυξη κάθε παιδιού και η μετέπειτα ενήλικη πορεία του ποικίλλει και διαμορφώνεται μέσα από μια σειρά παραγόντων οικογενειακών, περιβάλλοντος, γεγονότων ζωής, συγκυριών που εμπλέκονται με την προσωπικότητα και το ταμπεραμέντο κάθε παιδιού ξεχωριστά. Κοιτώντας ένα παιδί δεν μπορούμε να «δούμε» τον ενήλικο εαυτό του.
Επίσης η γοητεία στα παιδιά δεν συνδέεται με την σεξουαλικότητα, όπως συμβαίνει πιθανόν με τους ενήλικες. Αντίθετα θα λέγαμε ότι όταν τα παιδιά αρχίζουν να γίνονται γοητευτικά στα μάτια μας με αυτόν τον τρόπο, δηλαδή όταν οι ενήλικοι εκλαμβάνουν την γοητεία των παιδιών ως μια ένδειξης της σεξουαλικότητάς τους, τότε ενδεχομένως να υπάρξουν πολύ σοβαρές παρανοήσεις (από την πλευρά των ενηλίκων βέβαια). Αυτές είναι καταστάσεις οι οποίες ενέχουν κινδύνους για την ασφάλεια των μικρών παιδιών και τις σχέσεις τους με τους ενήλικες.
Στο πλαίσιο αυτής της οπτικής είναι σημαντικό να κατανοούμε την παιδική γοητεία με όρους ανάδειξης των ικανοτήτων τους. Δηλαδή ένα παιδί που ενθαρρύνεται να αναδείξει τα ταλέντα, τις δυνατότητες του, τις επιθυμίες του μπορεί να είναι εξαιρετικά γοητευτικό. Αντίθετα όταν υπάρχουν οικογενειακές καταστάσεις ή συνθήκες ζωής που δεν επιτρέπουν σε ένα παιδί να εκδηλώσει πολλές από τις ικανότητές του (π.χ. να είναι κοινωνικό, εύστροφο, να έχει κέφι και ζωντάνια για τη ζωή) τότε μπορούμε να δούμε πολλά παιδιά να «μαραζώνουν». Είναι τα παιδιά που μοιάζουν σε μας ταλαιπωρημένα, κουρασμένα ή «άτονα».
Πολλά παιδιά λοιπόν «αναγκάζονται» να αναστείλουν τις ικανότητές τους για διάφορους λόγους. Για παράδειγμα όταν τα παιδιά ζουν σε οικογενειακές συνθήκες όπου οι σημαντικοί άλλοι, οι γονείς τους, δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν τις δυνατότητές ή δεν ενισχύουν τις προσπάθειες τους (με τον κατάλληλο τρόπο) ή επιβάλλουν αυστηρούς κανόνες διαπαιδαγώγησης, τότε είναι πιθανό τα παιδιά να παρουσιάζουν μια εικόνα διαφορετική των ικανοτήτων τους. Μπορεί να εμφανίσουν σημάδια υπερβολικής ντροπαλότητας, συστολής ή απόσυρσης και αδιαφορίας για τους άλλους και να περιορίσουν όλα αυτά τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς τους που τα καθιστούν μοναδικά και ξεχωριστά. Μπορούμε λοιπόν να σκεφτούμε την παιδική γοητεία ξεχωριστά από την γοητεία των ενηλίκων και να αναρωτηθούμε όχι τί είναι αυτό που κάνει ένα παιδί να δείχνει γοητευτικό, αλλά τί είναι αυτό που εμποδίζει κάποιο παιδί να (ανα)-δείξει τη γοητεία του.
*Το κείμενο αυτό στηρίζεται σε έγκυρη επιστημονική βιβλιογραφία. Έχει πραγματοποιηθεί με την επιστημονική εποπτεία του κ. Γ. Αμπατζόγλου, καθηγητή Παιδοψυχιατρικής στο Α.Π.Θ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου